Ο Πρεσβευτής ή πρέσβης (αρσενικό) ή πρέσβειρα (θηλυκό) είναι ένας επίσημος απεσταλμένος, ιδιαίτερα ένας υψηλόβαθμος διπλωματικός εκπρόσωπος που αντιπροσωπεύει ένα κράτος και είναι συνήθως διαπιστευμένος σε ένα άλλο κυρίαρχο κράτος, είτε σε έναν διεθνή οργανισμό ως ο κάτοικος-εκπρόσωπος της δικιάς του ή ξένης κυβέρνησης είτε διορίζονται για μία ειδική και συχνά προσωρινή διπλωματική εργασία.[1]
Στην πιο συχνή χρήση του, ο όρος συνήθως απευθύνεται στον υψηλόβαθμο κυβερνητικός εκπρόσωπος που βρίσκεται σε μία ξένη πρωτεύουσα. Η χώρα-οικοδεσπότης συνήθως παραχωρεί στον πρεσβευτή τον έλεγχο συγκεκριμένου εδάφους που ονομάζεται πρεσβεία, της οποίας στο έδαφος, το προσωπικό, και τα οχήματα παρέχονται διπλωματική ασυλία στη χώρα όπου φιλοξενούνται.
Όπως ορίστηκε επισήμως και αναγνωρίστηκε στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815, οι πρεσβευτές θεωρούνταν αρχικά σαν προσωπικοί εκπρόσωποι του επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας της χώρας τους αντί για ολόκληρη τη χώρα, και ο βαθμός τους τους έδινε το δικαίωμα να συναντηθούν προσωπικά με το επικεφαλής του κράτους-οικοδεσπότη. Από το 1945, όλα τα κράτη έχουν αναγνωριστεί ως ίσα, και οι πρεσβευτές ή οι ισόβαθμοί τους αποστέλνονται σε όλες τις χώρες με τις οποίες διατηρούν διπλωματικές σχέσεις.